- ἀμφιγηθέω
- ἀμφιγηθέω,A rejoice throughout, h.Ap.273.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφιγέγηθε — ἀμφιγηθέω rejoice throughout perf imperat act 2nd sg ἀμφιγηθέω rejoice throughout perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιγέγηθεν — ἀμφιγηθέω rejoice throughout perf ind act 3rd sg ἀμφιγηθέω rejoice throughout plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιγεγηθώς — ἀμφιγηθέω rejoice throughout perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιγέγηθα — ἀμφιγηθέω rejoice throughout perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek